Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Το μεγαλύτερο δώρο που μπορώ να κάνω στο παιδί μου

 

Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει ένας γονιός στο παιδί του, είναι η δική του ευτυχία! Το ιδανικό είναι, οι γονείς να κοιτάζουν τη δική τους συναισθηματική ζωή, να εξετάσουν αυτά που στρεσάρουν τους ίδιους, αυτά που τους στεναχωρούν. Αλλιώς όσο και να προσπαθούν, δημιουργούν ένα ασταθές και αρνητικό περιβάλλον στα παιδιά τους. Εδώ δεν μιλάμε για αγάπη ή για τις προθέσεις, μιας που στο μεγαλύτερο ποσοστό των γονέων αυτά υπάρχουν. Είναι κάτι πέρα από αυτό. Αναφέρομαι στο πόσο οι ίδιοι οι γονείς κατακλύζονται από αγχωτικά συναισθήματα, ή για το πόσο οι ίδιοι είναι θλιμμένοι, το πόσο μπορούν να δεθούν, να αφεθούν. Με λίγα λόγια πόσο συναισθηματικά διαθέσιμοι γονείς είναι και αν υπάρχει συνέπεια σε αυτή τους τη διαθεσιμότητα. Η Θεωρία του Δεσμού, όπως αναπτύχθηκε από τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby στη δεκαετία του 1960, μιλά για μια έμφυτη ανάγκη του βρέφους να δημιουργήσει δεσμό με αυτόν που του παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια. Αυτή η τάση παρατηρείται σε όλα τα θηλαστικά και μέσω αυτής εξηγεί, πώς ο εγκέφαλός του κάθε παιδιού οργανώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να επιβιώσει και να ευημερήσει στο περιβάλλον που μεγαλώνει. Ουσιαστικά μιλά για το ότι «η φύση και η μορφή της πρώτης σχέσης γίνεται μοντέλο για τις μετέπειτα, προκαλώντας προσδοκίες για το αν το άτομο είναι άξιο αγάπης και κατά πόσο μπορεί να βασιστεί στους άλλους».  Why everyone should know their attachment style

Αν το δούμε πιο αναλυτικά, όταν γεννιέται ένα παιδί, έχει μια κύρια ανάγκη πέραν της τροφής. Είναι η ανάγκη του για  επαφή,  σύνδεση,  αγάπη, αποδοχή. Άλλη μια παράλληλη όμως ανάγκη του είναι, η αυθεντικότητα. Τι σημαίνει αυθεντικότητα; Να γνωρίζουμε τι αισθανόμαστε, να είμαστε σε επαφή με το σώμα μας, να είμαστε ικανοί να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε και να το εκδηλώνουμε με ευκολία σε όλες μας τις σχέσεις. Οπότε, ένα παιδί εξετάζει και την αυθεντικότητά του από πολύ νωρίς. Αν τρώει την ώρα που εκείνο πεινά, αν παίρνει την αγκαλιά την ώρα που εκείνο ζητά, αν μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες του και αυτές να καλύπτονται την ώρα που εκείνο ζητά. Μεγαλώνοντας, αν μπορεί, να θυμώνει, να ζηλεύει, να φοβάται, να χαίρεται, να νιώθει μόνο, ευάλωτο, λυπημένο, αισιόδοξο!  Όλα αυτά όχι μόνο μια φορά, αλλά κάθε φορά. Οι γονείς τώρα από την πλευρά τους μεταβιβάζουν μηνύματα υποσυνείδητα όλη την ώρα, όχι επειδή έχουν πρόθεση, όχι επειδή δεν αγαπάνε το παιδί, όχι επειδή δεν προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο. Αλλά επειδή οι ίδιοι έχουν καταπιεστεί, έχουν τραυματιστεί, έχουν πληγωθεί ή έχουν ζήσει αρκετές στρεσογόνες καταστάσεις. Έτσι, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, μεταδίδουν μηνύματα ανάλογα με τον τρόπο που έχουν οι ίδιοι μεγαλώσει. Ο εγκέφαλός τους "προγραμματίστηκε" λοιπόν μέσα από τη σχέση που είχε με τους γονείς - φροντιστές του. Έχουν δημιουργηθεί μέσα τους αυτά τα εσωτερικά λειτουργικά μοντέλα ή οι νοητικές αναπαραστάσεις που οργάνωσαν την εξέλιξη της προσωπικότητάς τους, κατεύθυναν την κοινωνική τους συμπεριφορά, αποτέλεσαν τη βάση για τις προσδοκίες που είχαν, τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές, όπως επίσης και το τι νιώθουν σε διάφορες παλιές ή νέες σχέσεις. 

Τι συμβαίνει λοιπόν σε ένα παιδί όπου οι δυο αυτές ανάγκες συγκρούονται; Τι συμβαίνει σε ένα παιδί όπου η ανάγκη του για επαφή δεν ταιριάζει με την ανάγκη του για αυθεντικότητα;

Το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως «αν είμαι αυθεντικός οι γονείς μου δεν θα με αποδεχθούν» ή «αν νιώθω όπως νιώθω και εκφράζω αυτό που αισθάνομαι και επιμένω στην αλήθεια μου, οι γονείς μου δεν μπορούν να το διαχειριστούν». Για να καλύψει όμως την πρωταρχική, την βασική του ανάγκη, που όπως είπαμε είναι η ανάγκη του για αγάπη και ένωση αρχίζει και πιέζει αυτή που μπορεί εκείνο να ελέγξει, αυτό που είναι στο χέρι του, την αυθεντικότητά του. Οπότε «επιλέγει» να καταπιέσει τα δικά του συναισθήματά, την δική του αλήθεια. Δεν το κάνει μια φορά, το κάνει συνέχεια. Μαθαίνει να ζει με αυτό, γίνεται η δεύτερη φύση του, η πρώτη σχεδόν ξεχνιέται, κυριαρχεί η ανάγκη του για ένωση, όλα τα άλλα μπορεί να τα παγώσει. Βάζει δικαιολογίες για να κρατιέται ήρεμο, για να μπορεί να λειτουργεί. 

Και έτσι φτάνει σε μια ηλικία των 20, των 30, των 40 και το παιδί που έχει γίνει ενήλικας πια, δεν ξέρει ποιος είναι. Και αν κάποιος το ρωτήσει πως αισθάνεται (όχι πως θα του συμβεί συχνά) απαντά πως δεν έχει ιδέα! Και δεν έχει ιδέα γιατί σε κάποιο σημείο ανακάλυψε πως του στοίχιζε ακριβά, στις σχέσεις με τους τότε σημαντικούς του ανθρώπους,  το να είναι σε επαφή με τα ένστικτά του. 

Σήμερα, οι περισσότεροι από εμάς πληρώνουμε το κόστος αυτό, με τη μορφή εθισμών, διανοητικών διαταραχών, επιλέγοντας συντρόφους που εξυπηρετούν τη μοναξιά μας, ή με τη μορφή ποικίλων σωματικών ασθενειών. Το πληρώνουμε γιατί είναι περίπλοκη διαδικασία να δούμε τι πραγματικά μας συμβαίνει. Η σπουδαία ψυχαναλύτρια Alice Miller αναφέρει πως "Στις πρώτες συναντήσεις με τον θεραπευτή λένε ότι είχαν γονείς γεμάτους κατανόηση ή ότι έτσι τουλάχιστον ήταν ο ένας από τους δυο, σε γενικές γραμμές όμως τους λείπει εντελώς η πραγματική συναισθηματική κατανόηση από την παιδική τους ηλικία και δεν αντιλαμβάνονται ούτε στο ελάχιστο τις πραγματικές τους ανάγκες πέρα από την επιθυμία τους για επιτεύγματα." 

Όπως αναφέρει ο Gabor Mate και με αυτό θα ήθελα να κλείσω, "Θεωρούμε πως τα παιδιά όταν γεννιούνται είναι σαν μια λευκή σελίδα που μπορείς να γράψεις οτιδήποτε θέλεις πάνω σε αυτή. Αυτό δεν είναι και τόσο αληθές. Η αλήθεια είναι πως τα παιδιά γεννιούνται με τρομερές δυνατότητες. Όλα τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν είτε στο ψηλότερο βαθμό της ανθρώπινης ύπαρξης τους, την αυτοπραγμάτωση αλλά δυστυχώς και στο κατώτερο, την απάρνηση του εαυτού". Αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο βρισκόμαστε εμείς.